Μήνας ΛΟΑΤΚΙ+  υπερηφάνειας (ή παρελαύνοντας ακατάπαυστα κάθε Ιούνη)

 

Φωτογραφία από την εξέγερση του Stonewall, Νέα Υόρκη, Ιούνιος 1969. Πηγή: https://www.alvarezandmarsal.com/insights/stonewall-riots.

 

  1. «παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο/ κι ανθίζει»[1]

Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 27ης Ιουνίου 1969, η αστυνομία της Νέας Υόρκης σε μια θεσμικά ομοφοβική «επιχείρηση αρετής» εισέβαλε στο Stonewall Inn, ένα γκέι μπαρ στην οδό Christopher του Greenwich Village. Οι θαμώνες του μπαρ, αντί να διαλυθούν ατάκτως για να αποφύγουν τη σύλληψη και τη φυλάκιση, αντεπιτέθηκαν, πετώντας στην αστυνομία πέτρες, κονσέρβες, μπουκάλια και ξεθεμελιωμένα από τα πεζοδρόμια παρκόμετρα, με τη βοήθεια και άλλων μελών της κοινότητας, που συγκεντρώθηκαν αμέσως για να συνδράμουν, και η επιδρομή της αστυνομίας μετατράπηκε σε εξέγερση που συνεχίστηκε τις επόμενες δύο νύχτες και αποτέλεσε ιστορικό ορόσημο, οργανώνοντας την ΛΟΑΤΚΙ+ ιστορία σε «πριν από» και «μετά» το Stonewall.[2] Από την επόμενη χρονιά η εξέγερση άρχισε να εορτάζεται με ετήσιες παρελάσεις αγωνιστικής υπερηφάνειας σε πολλές πόλεις της Αμερικής, ενώ οι γιορτές υπερηφάνειας καθιερώθηκαν σταδιακά και στην Ευρώπη. Ιστορικά, αυτή η αγωνιστική εκκίνηση αντιπροσώπευε τη γένεση μιας άνευ προηγουμένου κοινωνικής ορατότητας που δεν επρόκειτο να αποδυναμωθεί τις επόμενες δεκαετίες σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο (όσο κι αν η κρίση του AIDS τη δεκαετία του ’80 έθεσε σε δοκιμασία, αν και δικαίωσε, τα κεκτημένα του Stonewall).

Στην Ελλάδα του δολοφονικού Καιάδα της χούντας των συνταγματαρχών, το μήνυμα του Stonewall δεν ήταν δυνατό να μεταδοθεί, όσο κι αν το κουράγιο έβρισκε κάπου τόπο να ανθίζει το 1969 στα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου που θέσμισε με τον δικό του τρόπο την ομοφυλόφιλη παρρησία, αρνούμενος—δυστυχώς συχνά—να «παρελάσει» έξω από την πολύτιμη για το έθνος ποίησή του. Η μεταπολίτευση, ωστόσο, έμελλε να υποδεχτεί τη δημόσια ΛΟΑΤΚΙ+ ορατότητα με διαδηλώσεις, παρελάσεις και συγκεντρώσεις, οι οποίες μετέφεραν το αγωνιστικό άγγελμα της αντίστασης απέναντι σε κάθε καθεστώς καταπίεσης και κατακραυγής.

 

  1. «μια εκπληκτικά σιωπηλή συγκέντρωση»

Στις 26 Ιουνίου 1982 λέγεται ότι έγινε το πρώτο Pride  στην Ελλάδα. Η μαρτυρία που διαθέτουμε, προέρχεται από τον πρόωρα χαμένο John Jack Winkler (1943-1990), Καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, και είναι βαθύτατα διαφωτιστική για την ερωτική ελληνικότητα του γεγονότος:

 

Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1982, υπήρχε, σίγουρα, νεανική ομορφιά άφθονη, αλλά παρατήρησα επίσης πολλές περιπτώσεις συμπεριφοράς που μου θύμισαν σκηνές από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Για παράδειγμα, η πρώτη διαδήλωση για την Ημέρα Γκέι Υπερηφάνειας στην Αθήνα, που πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο στις 26 Ιουνίου, ήταν μια εκπληκτικά σιωπηλή συγκέντρωση που μετά από λίγη ώρα διαλύθηκε αυθόρμητα σε ομάδες συζήτησης μεταξύ των διαδηλωτών και των πολυάριθμων παρευρισκομένων που έκαναν τη βραδινή τους βόλτα. Οι συζητήσεις μού θύμισαν τη μορφή ενός πλατωνικού διαλόγου: ένα άτομο πήρε θέση για να υπερασπιστεί μια πρόταση και ανακρίθηκε από έναν βασικό αμφισβητία, ενώ ένας κύκλος ακροατών ακολούθησε τον αγώνα λόγων και περιστασιακά σχολίαζε. Πέρα από τη μορφή του λόγου τους, άρχισα να αισθάνομαι άλλες ιδιότητες στη συμπεριφορά των συζητητών, ιδιαίτερα ένα είδος ελεγχόμενης επιθετικότητας. Αυτό είναι δύσκολο να περιγραφεί, αλλά, ιμπρεσιονιστικά, θα έλεγα ότι όλοι οι ομιλητές φάνηκαν ειλικρινείς, ειρωνικοί, συγκρατημένοι και απειλητικοί με τρόπους που δεν θα περίμενα μεταξύ ξένων.[3]

 

Πολύ προσεκτικά ο Winkler περιγράφει εδώ όλους τους όρους της εθνικής υποδοχής ενός τέτοιου δημόσιου γεγονότος (από την απειλητική εχθρικότητα μέχρι τη σιωπηλή παρουσία και την ειρωνεία/κράξιμο). Ταυτόχρονα, αυτή η προσωπική κατάθεση (λίγο πριν ο Winkler πεθάνει από σχετιζόμενες με το AIDS επιπλοκές), διεκδικεί μια συγκινητική παρακαταθήκη υπερηφάνειας, επειδή ακριβώς εμπνέεται από το καθήκον για ορατότητα.

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί στην Ελλάδα το 1982, αν δεν είχε προηγηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα η κινηματική δραστηριοποίηση της γκέι κοινότητας. Η ίδρυση του Απελευθερωτικού Κινήματος Ομοφυλόφιλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ) ως κοινοτικής συλλογικότητας δρομολογήθηκε το 1976 από μια ομάδα νέων (προεξάρχοντος του αείμνηστου Ανδρέα Βελισσαρόπουλου) και με τη στήριξη του ποιητή και ακτιβιστή Λουκά Θεοδωρακόπουλου που αργότερα σημείωνε πως η «κυριότερη συμβολή του ΑΚΟΕ και του [κινηματικού περιοδικού] ΑΜΦΙ […] βρίσκεται στην ηθική συμπαράσταση που παρείχαν στους χιλιάδες ομοφυλόφιλους της Ελλάδας».[4]

Κομβικής σημασίας για την δημόσια παρεμβατική παρουσία του ΑΚΟΕ  υπήρξε η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1977 στο θέατρο Λουζιτάνια της οδού Ευελπίδων στην Αθήνα με αφορμή το Nομοσχέδιο «Περί των αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». Δυναμικότατο «παρών» σε αυτή την εκδήλωση έδωσαν τρανς ακτιβίστριες (με βασική εκπρόσωπο την Μπέττυ Βακαλίδου) και αυτό δεν ήταν μια τυχαία συγκυρία, δεδομένου ότι: « Όλες οι τρανς βιώναμε τις χειρότερες συνθήκες επισφάλειας, ανυποληψίας και ατίμωσης, κυρίως σε ό,τι αφορά την αντιμετώπισή μας από την πολιτεία και ειδικότερα από την αστυνομία».[5]  Ήταν αναμφίβολα η εποχή που η δημόσια παρρησία ενείχε τον κίνδυνο της κατακραυγής και της απαξίωσης του προσώπου, στην άγρια όμως συνθήκη της νεοελληνικότητας οι αγωνίστριες τρανς γυναίκες δεν είχαν τίποτε περισσότερο να χάσουν, μόνο να διδάξουν την τεχνολογία του αγώνα. Τις επόμενες δεκαετίες, η αγωνιστική ισχύς του ΑΚΟΕ φαίνεται πως αποδυναμώθηκε, καθώς τα αφηγήματα των κινημάτων «καταδικάζονται σε αφασία»,[6] μέσα στην ευωχία της Πασοκικής ψευδοευημερίας, αν και η αγωνιστική δράση έγινε επείγουσα αναγκαιότητα ειδικότερα την εποχή της κρίσης του AIDS (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90).[7] Άλλα σώματα άρχισαν τότε να παρελαύνουν στο κέντρο της Αθήνας. Σώματα στιγματισμένα και απαξιωμένα. Σώματα θρηνημένα και αθρήνητα. Σώματα στα οποία χρωστάμε όλες τις υπερήφανες παρελάσεις του παρόντος και του μέλλοντος ακατάπαυστα κάθε Ιούνη.

 

Γιώργος Σαμπατακάκης

Αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών

 Μέλος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων και Καταπολέμησης των Διακρίσεων

του Πανεπιστημίου Πατρών

 

 

 

[1] Η φράση προέρχεται από άτιτλο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου στη συλλογή Το κορμί και το σαράκι που εκδόθηκε το 1964, ενώ το συγκεκριμένο ποίημα προστέθηκε το 1969 (Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, 3η εκδ., Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Διαγωνίου, 1998, σ. 154).

[2]  Abby Peterson, Mattias Wahlström and Magnus Wennerhag, Pride Parades and LGBT Movements: Political Participation in an International Comparative Perspective, London and New York: Routledge, 2018, σσ. 18-20.

[3] John J. Winkler, The Constraints of Desire: The Anthropology of Sex and Gender in Ancient Greece, New York and London: Routledge, 1990, σ. 1.

[4] Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, «Αμφί» και Απελευθέρωση, Αθήνα: Πολύχρωμος Πλανήτης, 2005, σ. 129.

[5] Μπέτυ Βακαλίδου, Πόσο πάει… Η απαγωγή του Κώστα Ταχτσή, Αθήνα: Πολύχρωμος Πλανήτης, 2009, σ. 108.

[6] Δημήτρης Παπανικολάου, «H απόφαση της λησμονιάς: το ΑΚΟΕ, τα μεταδικτατορικά κινήματα και η αφασία της δημόσιας σφαίρας», Αρχειοτάξιο 15, 2013, σ. 87 (84-87). Βλ. και Χρήστος Μάης, «Το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ): Έμφυλες αντιστάσεις στην Μεταπολιτευτική Ελλάδα», Εντροπία 5, 2015, σσ. 18-23.

[7] Βλ. Γιώργος Σαμπατακάκης, «Επιτελώντας τη διαφωνία 1994-1996: Αναταραχή πλήθους/Αναστολέας οδύνης (από την ACT UP στα ρέκβιεμ)», Κ. Κυριακός, Κ. Αρβανίτη και Ι. Παπαγεωργίου (επιμ.), Πρακτικά Διημερίδας: «Έθνος, φύλο, πολιτικές ταυτότητας στις παραστατικές τέχνες και τον κινηματογράφο, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σσ. 69-84.. Βλ. και Δημήτρης Παπανικολάου και Γιώργος Σαμπατακάκης, «Η λογοκρισία ως πολιτισμική ιστορία: Το HIV/AIDS στην Ελλάδα (1982-2000)», Αρχειοτάξιο 22, 2020, σσ. 163-182.

Διαβάστε επίσης